νούμερος

νούμερος
νούμερος, ὁ (ΑΜ)
τάγμα στρατιωτών το οποίο αντιστοιχούσε στην κοόρτη, δηλαδή τμήμα στρατού από τρεις σπείρες που αποτελούσε το ένα δέκατο τής ρωμαϊκής λεγεώνας
μσν.
στον πληθ. oἱ νούμεροι
το σύνολο τών στρατιωτών τού παραπάνω τάγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. numerus «αριθμός, σώμα στρατιωτών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νουμέραρχος — νουμέραρχος, ὁ (Μ) (στο Βυζάντιο) αρχηγός νούμερων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νούμερος «τάγμα στρατιωτών» + αρχος* (< ἄρχω), πρβλ. ίππαρχος] …   Dictionary of Greek

  • νουμέριος — νουμέριος, ον (Μ) [νούμερος] αυτός που ανήκει στο στρατιωτικό τάγμα τών νουμέρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”